- ἐκπλέκω
- ἐκπλέκω,A unfold,
διάνοιαν Alex.Fig.2.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάνοιαν Alex.Fig.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκπλέκω — (AM ἐκπλέκω) 1. λύνω 2. ξεπλέκω αρχ. 1. κατορθώνω 2. αναπτύσσω … Dictionary of Greek
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek